-
1 κιναβράω
κιναβράω, einen Bocksgeruch haben, stinken, αἰγῶν τε κιναβρώντων Ar. Plut. 294.
См. также в других словарях:
κιναβρώ — κιναβρῶ, άω (Α) [κινάβρα] (συν. για τράγο) αναδίδω κινάβρα* («αἰγών τε κιναβρώντων μέλη», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek